- παραξόνιος
- -α, -ο / παραξόνιος, -ον, ΝΑ1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον άξονα2. το ουδ. ως ουσ. το παραξόνιο(ν)σιδερένιος πασσαλίσκος, πίρος ο οποίος είναι μπηγμένος κάθετα στο άκρο άξονα άμαξας για να εμποδίζει την έξοδο τού τροχούαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραξόνιαπαράτολμα αστεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἄξων, -ονος + κατάλ. -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.